αποδατέομαι — ἀποδατέομαι (Α) [δατούμαι] 1. ξεχωρίζω, δίνω μερίδιο σε κάποιον 2. διαχωρίζω, αποσπώ μέρος ενός όλου … Dictionary of Greek
ἀποδάσεται — ἀποδατέομαι portion out to aor subj mid 3rd sg (epic) ἀποδατέομαι portion out to fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδάσομαι — ἀποδατέομαι portion out to aor subj mid 1st sg (epic) ἀποδατέομαι portion out to fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδάσσεται — ἀποδατέομαι portion out to aor subj mid 3rd sg (epic) ἀποδατέομαι portion out to fut ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδάσσομαι — ἀποδατέομαι portion out to aor subj mid 1st sg (epic) ἀποδατέομαι portion out to fut ind mid 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδάσαντο — ἀποδατέομαι portion out to aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδάσατο — ἀποδατέομαι portion out to aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδάσσαο — ἀποδατέομαι portion out to aor ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεδάσσατο — ἀποδατέομαι portion out to aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδασάμενοι — ἀποδατέομαι portion out to aor part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδασάμενος — ἀποδατέομαι portion out to aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)